Πιο πάνω από τη σιωπή ο έναστρος λόγος των ματιών σου Διονύσης Καρατζάς, Ανθοφορία της νύχτας, 1997 Αυτό που χαρακτηρίζει την τέχνη του Γαρουφαλή, ήδη από την αφετηρία της, είναι ο άψογος σχεδιασμός της μορφής, η πνευματικότητα που διαποτίζει την παράσταση και η υποβολή ενός εσώτερου χώρου, στον οποίο παραπέμπει ο πίνακας. Είναι σαφής η προτίμηση του ζωγράφου για τις μεμονωμένες μορφές – πρόσωπα και νεκρές φύσεις με αντικείμενα ή φρούτα – οι οποίες, καθώς εισάγονται σε περιβάλλον γυμνό και ουδέτερο, δηλώνουν με έμφαση την ταυτότητά τους, προσλαμβάνουν μνημειακό χαρακτήρα και κατευθύνουν στον χώρο και τον χρόνο που ανήκουν. Ταπεινά αντικείμενα, το κηροπήγιο, το τσίγκινο πιάτο με το σταφύλι και η διπλωμένη πετσέτα με το ψωμί – παντελώς άσχετα με την γραφικότητα που ευτελίζει ανάλογα θέματα – απεικονίζονται ως σήματα του παρωχημένου καθημερινού βίου της ελληνικής υπαίθρου. Λιτότατη, αυστηρή και ευαίσθητη η τέχνη αυτή αναδεικνύει προπάντων το ήθος και το πνεύμα της εποχής. Η παρούσα έκθεση επαναφέρει τον ζωγράφο στην προσωπογραφία, υπό νέους όρους και αιτήματα. Ο Γαρουφαλής επιχειρεί να συλλάβει τον άνθρωπο όχι από το σύνολο της μορφής αλλά από μέρος του προσώπου. Το ενδιαφέρον του εντοπίζεται στα μάτια και την ποιότητα του βλέμματος, όπου βλέπει να αναδύεται η προσωπικότητα, να ενδύεται σχήματα και να τίθεται αντιμέτωπη με τον εαυτό της. Οι ελλιπείς μορφές δεν παραπέμπουν σε πλήρη πρόσωπα ούτε επιζητούν να αποκατασταθεί η ακεραιότητά τους. Ο θεατής, ωστόσο, οδηγούμενος από την αποσπασματική καταγραφή, δεν θα ήταν δύσκολο να προσδώσει στο «θραύσμα» τη μορφική του πληρότητα. Αν δεν το διακινδυνεύει, είναι επειδή αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν είναι καθόλου στις προθέσεις του καλλιτέχνη. Ενυπάρχει στο βλέμμα, ως αντιστάθμισμα στην αφαίρεση, πυκνότατη η αίσθηση της ζωής – το στέρεο υπόστρωμα – και η φευγαλέα στιγμή: το διαρκές και το πρόσκαιρο. Μάτια νέων ανδρών και γυναικών, αυτά που έχουν αποτυπωθεί στον καμβά ή το χαρτί, μυστηριώδη ή φωτεινά, μαρτυρούν σύντομη ζωή αλλά γεμάτη αισθήματα, τρυφερά ή βίαια, προσδοκίες και ομιχλώδη οράματα, απόπειρες φυγής ή πτώσεις. Ο θεατής, καθώς περιέρχεται τους πίνακες, αντιλαμβάνεται ότι τα βλέμματα παρακολουθούν τη διαδρομή του, τον πλησιάζουν ή απομακρύνονται. Αισθάνεται ότι τα έργα σχηματίζουν έναν χώρο παλλόμενο από μηχανισμούς τους οποίους θέτει σε κίνηση η παρουσία του, όσο δε ενδίδει στη γοητεία του βλέμματος τόσο εγκαταλείπεται στην επιθυμία της συνομιλίας και των εξομολογήσεων. Διαπιστώνει επίσης ότι το βλέμμα μπορεί να είναι συνομιλητής πρόθυμος, διστακτικός ή αδιάφορος, και ότι η εξομολόγηση δεν προσφέρεται αλλά εκμαιεύεται. Κατανοεί ότι το είδος του βλέμματος υπαινίσσεται και το είδος των εξομολογήσεων: την κατάδυση στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας, από την οποία δύσκολα κανείς αποσπάται και στην οποία πάντοτε επιστρέφει, την περίπλοκη εφηβεία, την ορμή και τη δίνη της πρώτης ωριμότητας. Φυσικά, δεν του διαφεύγει ότι η ευγλωττία και οι εκμυστηρεύσεις του βλέμματος υποδαυλίζονται από τη δική του παρότρυνση, ότι τα πάντα σχεδόν εξαρτώνται από τη δική του ερμηνεία και ακόμη, ότι σε αυτόν εναπόκειται αν θα παραμείνει στη γοητευτική εικόνα των ματιών ή θα ψηλαφήσει το πρόσωπο. Δοκιμάζει, τέλος, να συγκρατήσει τη ροή των εντυπώσεων που τον κατακλύζουν και τη ρευστότητα των εικόνων, τις οποίες μάταια προσπαθεί να ακινητοποιήσει. Αποκαλυπτική είναι η ανάγνωση των τριών αφιερωματικών έργων (σχεδίων και ελαιογραφιών) που απεικονίζουν προσωπικότητες της εποχής: τον Ελύτη, τον Τσαρούχη και τον Χατζηδάκι. Ο ζωγράφος, σε αυτά, δεν περιορίζεται στα μάτια, αλλά δημιουργεί μια πλήρη προσωπογραφία, όπου πιστοποιείται η σύμπτωση του εικαστικού έργου και του προσώπου, όπως αυτό έχει καταγραφεί στην κοινή μνήμη. Η ενάργεια της έκφρασης ισορροπεί εδώ με την ακρίβεια του χαρακτηρισμού, ενώ σαφώς διαγράφονται τα δύο επίπεδα στα οποία κινούνται τα έργα: το συμπαγές έδαφος του χαρακτήρα και η στιγμιαία διάθεση. Ενδεικτική είναι η διαφοροποίηση της γραμμής: πολλά μικρά γραμμίδια στα πρόσωπα του Ελύτη και του Τσαρούχη, για να επισημανθούν λεπτομέρειες του συγκινησιακού φόρτου, ελάχιστες συνεχείς καμπύλες για να σχηματίσουν τους μικρούς ευκίνητους όγκους στο πρόσωπο του Χατζηδάκι. Πρέπει να μνημονευθούν επίσης η ελαιογραφία με τη μαντιλοδεμένη γυναίκα, για την εκπληκτική ένταση που αποκτά το βλέμμα της από την αντίθεση της σάρκας με το μαύρο μαντίλι αλλά και τα έργα που βρίσκονται ακριβώς στον αντίποδα: το σχεδόν διάφανο και αόριστο προσωπογράφημα που παραπέμπει στο Άγιο Μανδίλιο και οι ελαιογραφίες όπου ο καλλιτέχνης, εκμεταλλευόμενος τα «νερά» του ξύλου, φαίνεται να ανασύρει τα πρόσωπα από το βυθό στην επιφάνεια. Είναι άγνωστο τί επίδραση θα έχει το έργο τέχνης. Ο δημιουργός ακόμη και αν το επιδιώξει, δύσκολα μπορεί να την καθορίσει, επειδή η τύχη του έργου εξαρτάται κυρίως από τον αποδέκτη και από τη σχέση που θα προκύψει μεταξύ των δύο. Στους πίνακες του Γαρουφαλή, τα βλέμματα έχουν την πρόθεση να σαγηνεύσουν και να χειραγωγήσουν τον θεατή στον προσωπικό χώρο ενός άλλου. Διατυπώνουν την πρόσκληση, ενίοτε έντονη, αλλά δεν επιβάλλουν τίποτε, διατηρούν δε την απόσταση που εγγυάται την άνεση των επιλογών. Ωστόσο, η απόσταση και η εξοικείωση με τη δελεαστική παρουσία τους δεν αποκλείεται να του αποκαλύψουν ότι η λειτουργία του βλέμματος δεν είναι η απλή προς τα έσω κίνηση που τον παρασύρει, αλλά μια αμφίδρομη κίνηση που έχει στόχο επίσης τον ίδιο, και στην οποία, ασυναίσθητα, έχει ήδη εμπλακεί. Καταλαβαίνει ότι τα βλέμματα αυτόν στοχεύουν και τις πιθανές αντιστάσεις του. Πόσο ανθεκτικός θα παραμείνει ο θεατής σε μια τέτοια επίθεση; Αν ενδώσει, πάντως, θα αντιληφθεί ότι η συνομιλία με τον πίνακα αποβαίνει τώρα συνομιλία με τον εαυτό του, και ότι η συνοδεία του βλέμματος βαθμιαία υποχωρεί, έως ότου εξαφανισθεί τελείως. Μανόλης Βλάχος τ. Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών Με την έκθεσή του “ανθρώπων βλέμματα” στις 19.11-12.12.2009 εντυπωσίασε το κοινό, που είχε την ευκαιρία και την τύχη να την επισκεφθεί και ν’ απογειωθεί σε μιαν ανθρωπολογική –ψυχογραφική μελέτη του ζωγράφου μας μέσ’ από τα βλέμματα διαφόρων ηλικιών, κυρίως νέων, με χρώματα, με φως, Χρήστος Κορέλας “Ανθρώπων βλέμματα” Χρήστος ΓαρουφαλήςΤο βλέμμα
Ο ζωγράφος Χρήστος Γαρουφαλής στη γκαλερί Αργώ
με μιαν αποκάλυψη ύφους και ζωής με την περιπέτεια και τα κατασταλάγματα μιας προσωπικότητας, ως αποκάλυψη κι εσωτερική ανάδυση.
Ο Χρήστος Γαρουφαλής δεν στάθηκε στο εξωτερικό περίγραμμα
του βλέμματος. Βυθίστηκε στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής αποκαλύπτοντας κάθε φορά την ιδιαιτερότητα του πάθους, που εκπέμπει αυτόματα το πλάσμα, καθώς οι εσωτερικές βεζουβιακές εκρήξεις εκβάλλουν, μέσω των βλεμμάτων,
τη λάβα τους στο πρόσωπο. Και δω πρέπει να πούμε πως ο ζωγράφος δεν κάνει προσωπογραφίες, ούτε καθυστερεί στη συνολική παρουσία
του πορτραίτου. Στέκεται στο βλέμμα μόνον και χρησιμοποιεί απλά ως πλαίσιο τον κάποιο σχηματισμό του προσώπου, τόσο, όσο χρειάζεται, ν’ αναδύεται
το συναίσθημα και η ένταση του πάθους, του προβλήματος, του καημού,
των συσσωρεύσεων που χαρακτηρίζουν το προϊόν του πνεύματος
που μορφοποιείται στα έγκατα του είναι μας.
Κι αυτός είναι ο δύσκολος δρόμος της τέχνης. Μέσ’ από τα ζωγραφισμένα βλέμματα γίνεται η αντίδρομη κίνηση. Δεν πασχίζουμε να καταδυθούμε.
Ζούμε την αποκάλυψη της ανάδυσης. Το αισθητικό βλέμμα είναι βαθύτερο
του φυσικού, γιατί μας περνάει στην εσωτερικότητα απ’ ευθείας,
χωρίς να διασπάται στις γραμμώσεις του προσώπου ή στις εκφράσεις
των μελών του σώματος. Η τέχνη λειτουργεί ως αποκάλυψη. Κι ο Χρήστος Γαρουφαλής μας ξεναγεί με σχέδια και ελαιογραφίες σ’ έναν κόσμο σιωπής, σαν να καταδυόμαστε σε σπήλαια εκατομμυρίων ετών. Κι έτσι είναι, γιατί το ανθρώπινο πλάσμα είναι φορτωμένο με την απεραντότητα του παρελθόντος και του μέλλοντος. Είμαστε οι φορείς της τραγικότητας, ως τελευταία έκφραση, μιας ανθρωπότητας που πορεύεται στους δρόμους της μοίρας της, ανυποψίαστη, ίσως, για τα φορτία της. Αυτόν τον κόσμο του ατελεύτητου χρόνου εμφανίζει στα “βλέμματα” ο ζωγράφος.
Βλέμματα : ευθύβολα, παραπονεμένα, έκπληκτα, κατάπληκτα, χαμένα, έντρομα, πονεμένα, ετοιμοδάκρυτα, εταστικά, απλανή, βυθομετρικά, επίμονα, αναδυόμενα, αβυσσαλέα, απειλητικά, προδομένα, κρυψίνοα, έμφοβα, ερω(τι)(τηματι)κά, ανοιξάτικα, βαρυχειμωνιάτικα, αστραπηβόλα, στοχαστικά. Είτε σχεδιασμένα με μολύβι, είτε ελαιογραφικά που αναδύονται μέσ’ απ’ τις γραμμώσεις του ξύλου ως απόκοσμη και απρόσμενη γέννηση.
Μόνο στα σχέδια με μολύβι και στις ελαιογραφίες του Ελύτη, του Χατζηδάκι και του Τσαρούχη έχουμε και τη ζωγραφιά του προσώπου, από σεβασμό στους μεγάλους δημιουργούς, που το βλέμμα τους και το πρόσωπό τους είναι επώνυμα και αποτυπωμένα στη μνήμη μας. Ο Χρήστος Γαρουφαλής επετέλεσε εικαστικό άθλο. Συγχαρητήρια Χρήστο!
”τα Αιτωλικά”, τεύχος 13ο (Ιούλιος-Δεκέμβριος 2009)
Κλείσαμε το παράθυρο και την αχτίδα απ’ έξω.
Σφαλίσαμε και τα μάτια
μήπως και φυλάξουμε το έσω φως – κεράκι άσβεστο, για πάντα δικό μας.
Όμως τα βλέφαρά μας σφραγιστά, παραθυρόφυλλα κλειστά,
κενά τα μάτια, κι η φλόγα σβήνει…
Μα κάποιες φορές τ’ ανοίγουμε
κι αφήνουμε το μέσα φως ελεύθερο για να ‘βρει την αχτίδα,
να ζωντανέψει η φλόγα μας κι αυτή να γίνει “βλέμμα”
που ψάχνει γύρω του άνθρωπο, κάπου για ν’ ακουμπήσει
τα βάρη του τ’ ασήκωτα, το δάκρυ να στεγνώσει…
Κι άλλοτε στο επέκεινα θ’ αναζητά το Φως του,
μυστήριο, αποκάλυψη, παραμυθία αιώνια…
Βλέμματα – καντήλια…
Ψυχοσάββατο 2009