Εκείνο που μου έκανε εντύπωση, θα το πω μονολεκτικά πιο κάτω, είναι ο τρόπος που ήθελε ν’ αναφερθούμε στην παιδεία του στη ζωγραφική, όταν συναντηθήκαμε το 1996, για την πρώτη του συνεργασία με την Γκαλερί Αργώ. Κώστας Σερέζης * το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση που κυκλοφόρησε Σε μια εποχή αντι-ζωγραφική και μάλλον “αλλοιωμένη” από τον υπερ-πολιτισμό, Χρήστος Γαρουφαλής
Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο ν’ αναφερθούμε στη θητεία του ως μαθητή του Γιάννη Τσαρούχη. « – Τελικά όλοι προβάλλουν ως μαθητές του», παρατήρησε. «Το πράγμα καταντά γραφικό. Ούτε θέλω να μπω στη λογική της χρησιμοποίησης του ονόματός του, παρόλο που η μαθήτευσή μου κοντά του ήταν ουσιαστική. Καλύτερα να βάλουμε ότι έκανα σπουδές ελευθέρου σχεδίου και ζωγραφικής για τέσσερα χρόνια στην Αθήνα…»
Η σεμνότητα, αυτό είναι που τον χαρακτηρίζει και ως άνθρωπο και ως ζωγράφο. Κι αν η αρετή αυτή είναι φυσικό να συνεπικουρείται από την ειλικρίνεια, την αλήθεια και τη λιτότητα, τότε είμαστε στο επίκεντρο της τέχνης του. Άλλωστε το έργο, σε κάποιο επίπεδο, είναι ο άνθρωπος που το φτιάχνει.
Ο ίδιος ο Χρήστος Γαρουφαλής λέει για τον δάσκαλό του πως “μέσα από φαινομενικές αντιθέσεις ελευθέρωσε τη ματιά μου και μ’ έμαθε να αποστρέφομαι ό,τι είναι περιττό”. Γι’ αυτό και η ζωγραφική του είναι ζωγραφική αξίας. Απομονώνει το θέμα του, ένα αντικείμενο, ένα πρόσωπο ένα περιστέρι, και το αποδίδει με την τεχνική η οποία του πάει. Συχνά ανησυχεί και τον ίδιο αν η όποια τεχνική τελειότητα την οποία διαθέτει είναι σε βάρος της ευαισθησίας και της ειλικρίνεια της ζωγραφικής. Τόση η ευθύνη που νιώθει. Δεν χρησιμοποιεί αυτή την τελειότητα για να ενταχθεί σε κάποιο καλλιτεχνικό ρεαλιστικό ρεύμα και ούτε τον τραβά ο θαυμασμός που ενδεχομένως θα αποκομίσει για την δεξιοτεχνία του, γιατί έχει μεγάλες τεχνικές ικανότητες. Με άλλα λόγια, δεν τον απασχολεί απλά και μόνο το εξωτερικό περίβλημα, εκείνο που τον ελκύει είναι η ποίηση που ένα θέμα εκπέμπει.
Το σημαντικό είναι με ποιο τρόπο βλέπει τα πράγματα κι αν μέσα από τη ζωγραφική απεικόνιση έχει κάτι να πει. Δεν παραδίδει τον εαυτό του στη διαδικασία της ζωγραφικής μετάπλασης αν δεν πιστεύει ότι μπορεί να κάνει ένα εξωτερικά νεκρό αντικείμενο, εσωτερικά ζωντανό. Τελικά η ουσία των πραγμάτων είναι να μην μένεις στην επιφάνεια, αλλά να μπορείς να πας κομμάτι βαθύτερα. Και για τον μη γνώστη εύκολο είναι να διατυπώσει μόλις δει τα έργα του Χρήστου Γαρουφαλή πως είναι καθαρή η ζωγραφική του. Αυτό θα ‘λεγε, πιστεύω, κι ο επιφανής του δάσκαλος που ήταν κι ένας βαθύς στοχαστής. Τι θα πει όμως καθαρή ζωγραφική; Όσο κι αν αυτά είναι θέματα που απασχολούν κυρίως τους ζωγράφους, καλό είναι να ψαύσουμε αυτόν τον προβληματισμό που μας οδηγεί στη ρίζα μιας τέχνης πανάρχαιας που δεν έχασε ποτέ τη δημοτικότητά της, όσο κι αν οι διαρκείς αναζητήσεις του “νέου” ταλαιπωρούν δημιουργούς και κοινό τα τελευταία χρόνια, ιδίως εκείνους που απαρνιούνται τη ζωγραφική γλώσσα και τρέχουν από άλλους δρόμους να κατακτήσουν το όραμά τους. Ο Γαρουφαλής μένει πιστός στην ουσία της ζωγραφικής γλώσσας και της ζωγραφικής ποιότητας. Αυτό που για πολλούς θεωρείται ξεπερασμένο, το να μένουν δηλαδή πιστοί στη ζωγραφική καθαρότητα, γι αυτόν είναι παντοτινά νέο.
Το ερώτημα τίθεται και πάλι τι είναι καθαρή ζωγραφική; θα καταφύγω στον Γιάννη Τσαρούχη που είπε : «αυτό το ξέρουν μόνο οι ζωγράφοι, που όσο δύσκολα προβλήματα και θέματα κι αν αντιμετωπίζουν, στο βάθος ξέρουν καλά ότι η ζωγραφική είναι κάτι το πολύ απλό, κάτι σαν παρενθέσεις και υπερθέσεις χρωμάτων που ακολουθούν ένα ρυθμό πολύ όμοιο με τον ρυθμό της μουσικής».
Αυτό τον ρυθμό τον έχει ο Χρήστος Γαρουφαλής. Ο ζωγραφικός του χώρος είναι η καθημερινότητα και ο μικρόκοσμός της. Μέσα από το ταπεινό και ευτελές αναδεικνύει τον πλούτο του εσωτερικού κόσμου. Επιδιώκει την αρμονία και το ρυθμό των θεμάτων που επιλέγει. Τα ντύνει πρώτα με το ενδιαφέρον του για να τα μεταφράσει στο τέλος σε χρώμα με ουσιαστικό περιεχόμενο. Επιτυγχάνει ένα πλήρες αποτέλεσμα με οικονομία μέσων, για να θυμηθούμε τον Πολύγνωτο.
Το σχέδιό του είναι πολύ δυνατό και πετυχαίνει να το παρουσιάζει ως αυτοτελές έργο. Τη μεγάλη του όμως σχεδιαστική ικανότητα δεν την αφήνει ποτέ να υπερτερήσει της χρωματικής αξίας. Από το φόντο, που είναι μια δύσκολη εικαστικά υπόθεση γι αυτό και το δουλεύει επισταμένα, προχωρεί στα πιο αναγκαία, που τα τιθασσεύει με γνώση, ώσπου να πετύχει τον ποθούμενο στόχο, το σημείο εκείνο απ’ όπου θα αναδυθεί το φως. Η πορεία δεν είναι εύκολη, πετυχαίνει όμως στο τέλος το αποτέλεσμα που επιθυμεί. Το φως αυτό, ακόμα κι αν είναι λιγοστό για τις ανάγκες του συγκεκριμένου θέματος, είναι αληθινό, και καταφέρνει να προσδίδει συχνά στη ζωγραφική του συμβολικές προεκτάσεις ενώ η όλη δημιουργία του κινείται σε μια ατμόσφαιρα ονείρου.
25 Οκτωβρίου 2000
με αφορμή την έκθεση ζωγραφικής “Άμπελος” στον Ο.Λ.Θ.
δεν ξέρω τι μπορεί να ενδιαφέρουν σκέψεις περί ζωγραφικής.
Όσο άλλοι, υποτιμώντας αξίες, θα κυνηγούν υπερ-αξίες, και άλλοι τις γνώσεις χωρίς επί-γνωση, τόσο αυτή θα ξεφεύγει σε εσωτερικές διαδρομές που οδηγούν στην “αποκάλυψη”.
Και το έργο τέχνης θα παραμένει “μέσον” μεταξύ δημιουργού και θεατή. Μια διαρκής απόπειρα συνομιλίας με εικόνες “εν σιγή”…
Έτσι η ενότητα “άμπελος-οίνος” υπήρξε μια υγιεινή αφορμή, διατηρώντας την πραγματικότητα, μήπως κι εκφράσω τ’ ανέκφραστα…
Μήπως η πρωταρχική ανάγκη επικοινωνίας μετουσιωθεί σε “αντίσταση βλέμματος” για τη σύγχρονη όρασή μας, σε “αφύπνιση μνήμης” για το αύριο…
Απόσταγμα ύλης και πνεύματος…
Ελάχιστο αντίδωρο ελληνικής παράδοσης…
Μαϊος 2005